- ρίον
- τὸ, Α1. κορυφή όρους (α. «περὶ ῥίον Οὐλύμποιο», Ομ. Ιλ.β. «ῥίῳ ὑλήεντι ὑψηλῶν ὀρέων», Ομ. Οδ.)2. ακρωτήριο (α. «Ῥίον Ἀχαϊκόν», Θουκ.β. «Νότος μέγα κῡμα ποτὶ σκαιὸν ῥίον ὠθεῑ», Ομ. Οδ.)3. όρμος, κόλπος.[ΕΤΥΜΟΛ. Γεωγραφικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ῥίον (πιθ. < *sri-yo-) ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *ser- / sr- «ψηλός, άκρη, μύτη» (πρβλ. χεττιτ, šer «ψηλά» šarā «προς τα ψηλά»). Η απουσία αρκτικού F- στο μυκηναϊκό τοπωνύμιο rijo «ακρωτήριο», το οποίο πιθανότατα συνδέεται με τον ελλ. τ. ῥίον, δεν επιτρέπει τη σύνδεσή του με τ. που εμφανίζουν αρκτικό Fρ-, όπως λ.χ. με το θρακ. βρίον «πόλη, τείχος»].
Dictionary of Greek. 2013.